Γνωριμία με τον δημιουργό

Ονομάζομαι Δημήτρης Σχοινάς. Έχω γεννηθεί στο Αχίλλειο Μαγνησίας όπου επιμένω να ζω μέχρι σήμερα.
Σε πολύ μικρή ηλικία, μαθητής του δημοτικού σχολείου ακόμη, ένιωθα να με έχει κατακτήσει η μουσική και ιδιαίτερα το τραγούδι.

Όλη την εβδομάδα περίμενα πότε Θα έρθει η Κυριακή για να ακούσω τις νέες κυκλοφορίες της "Κολούμπια". Τα τραγούδια γράφονταν στο μυαλό μου με το πρώτο κιόλας άκουσμα.

Τελειώνοντας το δημοτικό σχολείο βρίσκομαι βοηθός σε ένα ξυλουργείο της περιοχής. Σε ηλικία 16 ετών κάνω την επανάστασή μου και πηγαίνω στο Βόλο για να αποκτήσω καλύτερες και περισσότερες γνώσεις πάνω στη δουλειά μου.

Τότε λοιπόν, η τύχη μού χαμογέλασε, γιατί μέσω κάποιου γνωστού μου, βρίσκομαι στο καλύτερο εργαστήριο επίπλων του Βόλου και συγκεκριμένα της Νέας Ιωνίας υπό τη διεύθυνση του Θεόφιλου Κυρλίδη.

Έτσι, λοιπόν, σε ένα τέτοιο σχολείο και με ένα τόσο μεγάλο δάσκαλο, όσο μπουμπούνας κι αν ήσουνα, κάτι θα έπαιρνες· κι εγώ πήρα πάρα πολλά. Πλάτη- πλάτη με το μεγάλο μάστορα έμαθα τη συμπεριφορά του ξύλου, πώς φορμάρονται τα ξύλα, πώς γίνονται τα καλούπια για να τα φορμάρουμε. Επίσης έμαθα τη σωστή λειτουργία των κοπτικών εργαλείων και τις δυνατότητές τους. Θέλω να ευχαριστήσω μέσα από την καρδιά μου το μεγάλο μου δάσκαλο για τις γνώσεις που μου μετέδωσε.

Βρισκόμαστε περίπου στο 1976 όταν με κάποια παιδιά της ηλικίας μου έχουμε μια παρεούλα και τα βράδια βγαίνουμε στα ταβερνάκια και τα τσιπουράδικα του Βόλου ώσπου κάποια στιγμή ανακαλύπτουμε τη "Σκάλα του Μιλάνου" και εννοώ εκείνο το μικρό κουτούκι στην οδό Ερμού με τα 5- 6 τραπέζια που στο τέλος γινόταν ένα, απέναντι από τον ʼγιο Νικόλαο. Εκεί, λοιπόν, μαγεύτηκα όταν είδα τους αδελφούς Μιλάνου, Κάρολο και Νίκο, που δεν υπάρχουν πλέον στη ζωή, να παίζουν και να τραγουδάνε. Περνούσε ο καιρός, κι εμείς, πού μας έχανες πού μας εύρισκες, στη «Σκάλα του Μιλάνου», που κάποιος από την παρέα πήγαινε πιο νωρίς για να πιάσει τραπέζι και στη συνέχεια μαζευόμασταν κι οι υπόλοιποι..
Είναι τέλος του 1980, κι αφού έχω εκπληρώσει τη στρατιωτική μου θητεία, επιστρέφω και πάλι στο Βόλο. Ψάχνω για τη «Σκάλα του Μιλάνου» και τη βρίσκω στην καινούργια και τελευταία της διεύθυνση στην οδό Ελευθερίου Βενιζέλου ή Ιωλκού, ένα μαγαζί πιο μεγάλο σε χωρητικότητα αλλά πιο φτωχό σε γραφικότητα. Τότε, λοιπόν, αποφασίζω να ασχοληθώ με το μπουζούκι. Ψάχνοντας, βρίσκω το Στάθη Μιλάνο, δάσκαλο του μπουζουκιού, αδελφό των παιδιών της Σκάλας Του Μιλάνου». Αφού τα συζητάμε, μού λέει ότι πρέπει να αγοράσω όργανο δικό μου για να μπορώ να μελετάω και στο σπίτι μου. Έχω εντοπίσει στην οδό Καρτάλη ένα μαγαζί που πουλάει όργανα. Πηγαίνω και βλέπω ένα και μοναδικό στη βιτρίνα που η αξία του ήταν 10.000 δραχμές. Τότε μπαίνω στη διαδικασία να μαζέψω χρήματα για να το αγοράσω. Αρχίζω να "μαζεύω" τα περιττά έξοδα: καφέδες, τσιγάρα, φαγητό. Αφού μαζεύω τα χρήματα πηγαίνω στο μαγαζί για το μπουζούκι. Βλέπω το μπουζούκι να λείπει. Ρωτάω τον κύριο που το πουλούσε και μου λέει ότι το πήρε κάποιος πριν δυο μέρες. Εγώ πήγα να πεθάνω. Τότε μου είπε ο κύριος ότι σε λίγες μέρες Θα έφερνε άλλο. Ο καιρός περνούσε και το μπουζούκι δεν ερχόταν. Τα χρήματα άρχισαν σιγά- σιγά να φεύγουν. Με λίγα λόγια το μπουζούκι δεν αγοράστηκε ποτέ.

Το 1983 επιστρέφω στο Αχίλλειο και στήνω το δικό μου εργαστήριο επίπλων. Η δουλειά πήγαινε πάρα πολύ καλά, με πολλές παραγγελίες, αλλά το δικό μου το μυαλό ήταν στο μπουζούκι. Έτσι κάποια στιγμή το 1986 αγοράζω το όργανο που αγαπάω πάρα πολύ. Αγοράζω, λοιπόν, ένα μπουζούκι από κάποιο κατασκευαστή της Αθήνας κι αρχίζω μαθήματα με δάσκαλο τον Κώστα Χριστοδούλου. Τι να σας πω! Το όργανο αυτό με μάγεψε με αποτέλεσμα να αφήνω τη δουλειά μου και να παίζω μπουζούκι.

Πέρασε ο καιρός και κάποια στιγμή το μπουζούκι μου έπαθε κάποια βλάβη. Με λίγα λόγια σκέβρωσε και με κούραζε στο παίξιμο. Το έστειλα, λοιπόν, στον κατασκευαστή να το επισκευάσει, αλλά στην ουσία δεν του έκανε τίποτε και μου πρότεινε να μου φτιάξει ένα καινούριο. Εγώ, δεμένος συναισθηματικά με το πρώτο μου όργανο, στενοχωρήθηκα πάρα πολύ κι αποφάσισα να το επισκευάσω μόνος μου. Με ένα τρόπο δικό μου έδωσα τη λύση. Ξεσκέβρωσα το όργανο και η ικανοποίησή μου ήταν αφάνταστη. Μετά από λίγο καιρό συνειδητοποίησα ότι το καπάκι του οργάνου είχε «κάτσει». «Ε, δεν μασάμε τώρα», λέω στον εαυτό μου. Κι αποφασίζω να αλλάξω καπάκι. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν έχω ιδέα πώς αρχίζει και πώς τελειώνει ένα όργανο. Βρίσκω, λοιπόν, δύο ξύλα μέσα στο εργαστήριό μου, κατά τη γνώμη μου τα καλύτερα, τα κολλάω μεταξύ τους, τα τρίβω και ετοιμάζω ένα καπάκι. Στη συνέχεια βγάζω το παλιό και βλέποντας πώς είναι φτιαγμένο, ετοιμάζω το καινούργιο. Βάζω την ίδια φιγούρα και κορδόνια φτιάχνω δικά μου, αυτοσχέδια. Η αγωνία μου ήταν τόσο μεγάλη που δεν είχα την υπομονή ούτε να το βάψω. Ήθελα να το ακούσω να παίξει. Του έβαλα, λοιπόν, χορδές και καβαλάρηδες κι όταν άκουσα την πρώτη νότα τρελάθηκα. Δεν πίστευα στον εαυτό μου ότι το όργανο είχε όχι μόνο επισκευασθεί , αλλά ήταν καλύτερο από πριν. Αφού το έπαιξα δυο- τρεις μέρες να το χορτάσω έπειτα το έβαψα και έκανα τις υπόλοιπες λεπτομέρειες. Τότε μου κάνει «τακ» όπως λέμε και στην ιστιοπλοΐα, κι αποφασίζω να φτιάξω ένα μπουζούκι από την αρχή, μόνος μου. Κατασκευάζω ένα καλούπι και προσπαθώ να βάλω ντούγιες. Στην αρχή πήγαιναν καλά, αλλά στην πορεία κάτι χάλασε. Με έπιαναν τα νεύρα κι έσπαγα όλα τα ξύλα που είχα κόψει. Μετά από λίγες μέρες άρχιζα πάλι. Πέρασε καιρός και πέταξα πολλά ξύλα, ώσπου κάποια στιγμή κατόρθωσα να φτιάξω ένα σκάφος με πολλές ατέλειες, φυσικά. Στη συνέχεια ετοιμάζω και τα άλλα μέρη του οργάνου και το συναρμολογώ.
Όταν το τέλειωσα και το είδε ένας φίλος μου μουσικός δεν το πίστευε. Τότε αποφασίζω να ασχοληθώ με την οργανοποιία. Κάνω βελτιώσεις και τα πρώτα μου όργανα που κατασκευάζω τα χαρίζω σε φίλους. Κάνω πολλές συζητήσεις με μουσικούς και συγκεντρώνω πληροφορίες. Στη συνέχεια βελτιώνω τον ήχο και τη διακόσμησή τους.

Γνωρίζω το Δημήτρη Κωσταντέλλο, ο οποίος διατηρεί κατάστημα υλικών στο Γαλάτσι. Διαπιστώνω ότι υπάρχουν πάρα πολλά υλικά, τα περισσότερα άγνωστα σε μένα. Μου δίνει πληροφορίες για όλα και για το πώς τα χρησιμοποιούμε. Μέρα με τη μέρα γίνομαι και καλύτερος. Ψάχνω για πελατεία. Μειώνω την ξυλουργική και αυξάνω την οργανοποιία. Έτσι, λοιπόν, από το 1990 έχω μπει στην οικογένεια των οργανοποιών. Έχω κατασκευάσει και δώσει πάρα πολλά όργανα στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό: Αμερική, Καναδά, Ευρώπη, Αυστραλία, Ασία, Αφρική σε γνωστούς και άγνωστους.

Κάποια στιγμή γνωρίζω το Κώστα Παπαδόπουλο, το μεγάλο αυτό σολίστα του μπουζουκιού, ο οποίος, αφού είδε ένα μπουζούκι μου, οχτάχορδο για την ακρίβεια, με ρώτησε πού έμαθα να φτιάχνω όργανα. Του είπα ότι είμαι αυτοδίδακτος. Μου είπε ότι ο ήχος που βγάζει αυτό το όργανο είναι ο ήχος του Ζοζέφ κι όλοι σι κατασκευαστές τον ψάχνουν. Αυτό με ικανοποίησε πάρα πολύ· «δεν ξέρω αν είναι ή αν δεν είναι» του είπα, «ο ήχος του Ζοζέφ, εγώ Θέλω και προσπαθώ να φτιάχνω καλά όργανα και να έχω παντού φίλους».

Από τότε, λοιπόν, ο ήχος αυτός με χαρακτηρίζει. Είναι κομμάτι του εαυτού μου.
Αυτός με χαρακτηρίζει. Οι μουσικοί, όταν τον ακούσουν, αναγνωρίζουν «τον ήχο του Σχοινά».